λιθοπρίστης

λιθοπρίστης
λῐθο-πρίστης, ου, ,
A sawing stone or marble,

πρίων IG12.313.129

, Poll.10.148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθοπρίστης — λιθοπρίστης, ὁ (Α) αυτός που πριονίζει λίθους και ιδίως μάρμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • λιθοπρίστης — sawing stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”